- τρισήμερος
- -ον, Μβλ. τριήμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισήμερος — tertian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήμερος — η, ο / τριήμερος, ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος») 2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
τριημερεύω — ΜΑ [τριήμερος / τρισήμερος] περνώ τρεις μέρες σε κάποιο μέρος … Dictionary of Greek